- μπουκετάρω
- μπουκέταρα και μπουκετάρισα, κάνω τα λουλούδια μπουκέτο, ανθοδέσμη: Μπουκετάρισα δέκα κόκκινα τριαντάφυλλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουκετάρω — [μπουκέτο] δένω άνθη σε μπουκέτο, σχηματίζω ανθοδέσμη … Dictionary of Greek
μπουκετάρισμα — το [μπουκετάρω] σχηματισμός ανθοδέσμης, κατασκευή μπουκέτου … Dictionary of Greek